“Μαμά, βάλε μου ρουζ! Και κραγιόν!”

mamaroz

Της Ρομίνας Ξύδα,

Μεγάλος καθρέφτης. Μπροστά εγώ, πίσω εκείνη. Όψιμη αντανάκλαση του ώριμου εαυτού μου, κράμα απ” το δικό μου χθες και το δικό της αύριο. Με παρακολουθεί για ώρα σιωπηλή, μ” εκείνο το γεμάτο προσμονή βλέμμα που λέει τα πάντα χωρίς να μιλά, που καρτερά τα πάντα χωρίς να απαιτεί, που αδημονεί για τα πάντα χωρίς ίχνος ενήλικης προσμονής. Βάζω ρουζ και κραγιόν. Η ματιά της γουρλώνει, τα χείλη της ψελλίζουν: “Μαμά, θα μου βάλεις κι εμένα λίγο;” Σιγή. Κι ύστερα από λίγο μαμαδίστικες νουθεσίες με φράσεις-ξεκαπατικοτούρα απ” τα αλλοτινά κατακόκκινα βαμμένα χείλη της δικής μου μαμάς: “Τι να τα κάνεις εσύ αγάπη μου αυτά; Δεν τα έχεις ανάγκη! Εσύ είσαι τόσο όμορφη, τόσο μικρή… Αυτά είναι για εμάς τις μεγάλες που δεν έχουμε τόσο ροδαλά μάγουλα, ούτε τόσο κόκκινα χείλια. Κάνε υπομονή κι όταν έρθει ο καιρός θα βάλεις και ρουζ και κραγιόν και ό,τι άλλο θέλεις…”

 Δεν θέλει, λέει, να κάνει υπομονή. Τώρα θέλει να τα δοκιμάσει. Στα πέντε της μόλις χρόνια! Οι άλλες μαμάδες, λέει, τ” αφήνουν που και που τα κοριτσάκια τους, εγώ γιατί είμαι τόσο αυστηρή; Γιατί της λέω πάντα “όχι”; Αλήθεια, γιατί της λέω πάντα “όχι”; Πόσο κολλημένη κατάντησα στα “πρέπει” της δικής μου αυστηρής μαμάς; Πόσο μεγάλη έγινα ώστε ν΄αδυνατώ να συναισθανθώ τα “θέλω” του μικρού κοριτσιού που υπήρξα κάποτε; Πόσο γριά φαντάζω τώρα μπροστά στα μάτια της και στα νιάτα της; Ρίχνω το βλέμμα μου στον καθρέφτη. Με βλέπω στα πέντε, στα δέκα, στα δεκαπέντε, πάντα να κοιτάζω πίσω από τον μεγάλο καθρέφτη της μαμάς και πάντα ν” ακούω από τα χείλη της εκείνο το βασανιστικό, το άνευ λόγου και αιτίας “όχι”. Κι ύστερα, στα 16, να παθαίνω αμόκ απ΄ το στερητικό και να μπογιαντίζομαι στα κρυφά σαν μπουζουξού τρίτης κατηγορίας. Γαλάζια βλέφαρα, μαύρα μάτια, φούξια χείλη, πασαλειμμένα απωθημένα της πιο παράλογης απαγόρευσης…

 Της λέω να πάρει το μικρό σκαμνάκι. Και ν΄ ανέβει πάνω. Και να σταθεί δίπλα μου. Και να κοιτάξει μαζί μου στον πελώριο καθρέφτη. Της βάζω ρουζ. Τώρα χαμογελάει. Της βάζω κραγιόν. Τώρα μ΄ αγκαλιάζει. Της λέω ότι αυτό θα το κάνουμε μια στις τόσες, κάτι σαν “παιχνίδι ομορφιάς” ανάμεσα σε μια συμπαθητική μαμά και μια πανέμορφη κόρη. Κουνάει το κεφαλάκι της καταφατικά και τρέχει. Να το δείξει στον μπαμπά, στον αδελφό της, στο απέναντι παιδάκι, στο κόσμο ολόκληρο. Να επιδείξει πως μεγαλώνει, πως ομορφαίνει, πως σιγά-σιγά μεταμορφώνεται από μωρό σε “ολόκληρη γυναίκα”. Να αποδείξει ότι η μαμά δεν είναι αυστηρή, ούτε απόλυτη, ούτε η γριά που φάνταζε πριν από λίγο στον καθρέφτη. Πως η μαμά είναι μαζί της. Σύμμαχος στις ζαβολιές, συμπαραστάτρια στις ατασθαλίες και πάνω απ” όλα φίλη καλή στον “θαυμαστό κόσμο των μεγάλων…”

   

Άφησε ένα σχόλιο

*