Κιθάρες, μπάσκετ, χοροί, ζωγραφικές – τα «εφόδια για το μέλλον» που μας έπνιξαν

Της Γιώτας Στεφάνου

Η γενιά μου μεγάλωσε με ιστορίες επιτυχίας.

Ήμουνα δεν ήμουνα δέκα χρονών και το πρόγραμμα μου ήταν πιο απαιτητικό ακόμη και από το βαρύ πρόγραμμα μεγαλοστελέχους πολυεθνικής εταιρείας. Εκτός από τα Αγγλικά και τα Γαλλικά στα φροντιστήρια, η μητέρα μου θεωρούσε απαραίτητη την μουσική, τη γυμναστική και την εγγραφή μου στο Λύκειο Ελληνίδων ώστε να μάθω και παραδοσιακούς χορούς.

Αποτέλεσμα;

Μετά από ένα οκτάωρο στο σχολείο, γυρνούσα σπίτι για να φάω κάτι, στα πεταχτά, και να ξαναφύγω τρέχοντας για να προλάβω το τρένο της γνώσης. Φροντιστήριο Αγγλικών, μετά Γαλλικά στο Γαλλικό Ινστιτούτο, μετά ενόργανη γυμναστική σε ένα προχωρημένο γυμναστήριο που αντέγραφε το σύστημα προπόνησης της Ρουμανίας. Γυρνούσα σπίτι ερείπιο, αλλά εκεί με περίμενε ένας δάσκαλος Μουσικής για να με μυήσει στις χαρές του θλιμμένου ακορντεόν. Κατά τις δέκα το βράδυ, είχα ξεμπερδέψει με τα εξωσχολικά και έτρωγα με έναν δίσκο μπροστά στην τηλεόραση – παρακολουθώντας τα σήριαλ της ΥΕΝΕΔ, που ήταν και η μόνη ανάπαυλα στο σφιχτό μου πρόγραμμα. Μετά, εξαντλημένη, μπουκωμένη από την εναλλασσόμενη γνώση, έπιανα να μελετήσω τα μαθήματα του σχολείου, γέρνοντας σαν μαραμένο τριαντάφυλλο πάνω από το γραφειάκι μου, με το φως του γραφείου να πέφτει στα μάτια μου σαν ανακριτικός φακός.

Ήμουν δέκα και ήδη υπέφερα- εν αγνοία μου- από το σύνδρομο της χρόνιας κόπωσης. Οι γονείς μου έκαναν πως δεν έβλεπαν την κούραση μου. Τι άλλο μπορούσαν να κάνουν άλλωστε; «Πρέπει να σου προσφέρουμε εφόδια για τη μετέπειτα ζωή σου» έλεγε η μητέρα μου. «Δεν θέλω στα σαράντα σου να έχεις παράπονα από μας»

Τι έμεινε απ’ όλα αυτά;

Ναι, χρησιμοποίησα τα Αγγλικά στη δουλειά μου. Όχι, δεν ξαναχρησιμοποίησα τα Γαλλικά, εκτός από ένα ταξίδι μου στο Παρίσι, όπου είχα την ευκαιρία να ρωτήσω σε καλά Γαλλικά «Που είναι ο δρόμος τάδε;». Όχι, δεν έγινα η Κομανέντσι παρά την πολύωρη προπόνηση στα φλικ- φλακ και στο δίζυγο. Όχι, δεν έμαθα ποτέ καλό ακορντεόν. Ξέρω να παίζω τα «Κύματα του Δουνάβεως» και μόνο – πράγμα που ίσως φανεί χρήσιμο αν μείνω άνεργη και παίζω ακορντεόν έξω από το μετρό με ένα καπέλο αναποδογυρισμένο μπροστά μου, ανοιχτό στην καλοσύνη των ξένων. Από το Λύκειο Ελληνίδων μου έχουν απομείνει φωτογραφίες από τις παραστάσεις: Εγώ φασκιωμένη μέσα σε παραδοσιακές στολές (που μου πέφτανε ή πολύ μεγάλες ή πολύ στενές) κοιτάζω το φακό με ένα ύφος: Πότε -θα πάω- σπίτι- να βγάλω- τα τσαρούχια;

Έχουν μείνει κι άλλα πράγματα από εκείνη την εποχή. Μία κιθάρα από την περίοδο που η μητέρα μου αποφάσισε πως το ακορντεόν ίσως έβλαπτε το εφηβικό μου στήθος. Μία ρακέτα του τένις από την εποχή που σκέφτηκε πως ίσως η ενόργανη βλάψει το τελικό μου ύψος – το οποίο, δυστυχώς, δεν κατάφερε να διασωθεί… Ένα πιάνο που αγοράστηκε με δόσεις, όταν οι γονείς μου παρατήρησαν πως η κιθάρα με έκανε να καμπουριάζω.

Ποτέ δε θα μάθω αν όλες αυτές οι «δραστηριότητες» μου έκαναν πράγματι καλό. Αν όντως με εμπλούτισαν σαν άτομο- πράγμα που ήταν και ο στόχος των γονιών μου. Όμως, η αναγκαιότητα των «εφοδίων» και οι ιστορίες επιτυχίας, που ενδεχομένως ακολουθούν τέτοιες δραστηριότητες, έχουν περάσει στο DNA μου. Έτσι, στην αποθήκη έχουν ήδη συσσωρευτεί οι στολές μπαλέτου της κόρης – το παράτησε, ήταν βαρετό – τα καβαλέτα και οι μπογιές από τα μαθήματα ζωγραφικής του γιου μου – τα παράτησε, οι αυτοδίδακτοι ζωγράφοι έχουν μεγαλύτερη φρεσκάδα στα έργα τους- τα σκουφάκια και τα αθλητικά μαγιό από την εποχή του κολυμβητηρίου – τους το έκοψα, είχαμε ωτίτιδες κάθε τρεις και λίγο.

Πρέπει να τους προσφέρω εφόδια, δεν πρέπει; Πρέπει να αναδείξω τις κλίσεις και τα ταλέντα τους- αν έχουν.

Δεν θέλω στα σαράντα τους να έχουν παράπονα από μένα…

Πηγή: themamagers.gr

   

Άφησε ένα σχόλιο

*