Διακοπές μ” ένα λευκό βαμβακερό βρακί…

Της Ρομίνας Ξύδα

Τηλεφωνώ από το πρωί. Σε μαγικούς θερινούς προορισμούς, κατά προτίμηση all inclusive. Σε θέρετρα με πισίνες και νεροτσουλήθρες, με παιδικές χαρές και baby sitting, με ξαπλώστρες και «αχνιστές» πετσέτες θαλάσσης, με water sports και room service, με gourmet restaurants και BBQ parties.

Σε τέτοιο πήγαμε πριν λίγα χρόνια και περάσαμε θαύμα. Χαλάλι τα λεφτά, για τα οποία δούλευα σχεδόν ένα χρόνο, χαλάλι η μοναξιά _ αν δεν βρίσκαμε τυχαία κάποιους λατρεμένους φίλους αυτήν τη στιγμή θα μιλούσα άπταιστα ρωσικά_ , χαλάλι το παιδομάζωμα, _ τουλάχιστον για ένα μήνα μετά από εκείνες τις διακοπές δεν μπορούσα να ακούσω ούτε για πλάκα παιδική στριγκλιά_ , χαλάλι η βαρεμάρα, _ την τέταρτη μέρα ένιωθα σαν ρομπότ που επαναλαμβάνει με μαθηματική ακρίβεια τη διαδρομή: πισίνα-ξεκοίλιασμα-ύπνος-πισίνα-ξεκοίλιασμα-ύπνος.

Στο εικοστό τηλεφώνημα νιώθω ηττημένη από τις αστρονομικές τιμές των ξενοδοχείων. Το ίδιο βράδυ ξεφυλλίζω το album των παιδικών μου χρόνων. Πρώτη σελίδα, «καλοκαίρι δεκαετίας εβδομήντα στο χωριό», γράφει η «λεζάντα». Εγώ, πιτσιρίκα με λευκό βαμβακερό βρακί, πασαλειμμένο μούτρο από παγωτό σοκολάτα, απόχρωση Ρομά στο δέρμα, τεράστιο, αληθινό, χαμόγελο στα χείλη. Δίπλα μου, η κολλητή των παιδικών μου αναμνήσεων, η Βασιλικούλα ‒ Κούλα εν ονόματι των θερινών διακοπών. Δεύτερη σελίδα, στο μποστάνι της γιαγιάς ‒με το ίδιο βαμβακερό βρακί‒ να μαζεύουμε ντομάτες. Στο ένα χέρι μια φέτα ψωμί με λάδι, ρίγανη και αλάτι, στο άλλο ένα δαγκωμένο ροδάκινο που στάζει καλοκαίρι πάνω στο γυμνό μου κορμί. Τρίτη σελίδα, η «παλιοπαρέα» του χωριού στη θάλασσα, σε λατρεμένη πόζα, με λάφυρα-αχινούς στα χέρια και ψάρια στα κουβαδάκια. Τέταρτη σελίδα, ξαπλωμένη σε αυτοσχέδια αιώρα, πάλι μ’ εκείνο το βαμβακερό βρακί, παρέα με την Κούλα να χαζεύουμε τα άστρα και να στοιχηματίζουμε πως «μέχρι εκεί πάνω θα φτάσουμε μια μέρα».

Η δεκαετία αλλάζει στις επόμενες σελίδες και μαζί της χάνεται το λευκό βαμβακερό βρακί, το μποστάνι της γιαγιάς, το κυνήγι του αχινού, τα πασαλειμμένα μουτράκια και η φίλη Κούλα. Η λεζάντα τώρα γράφει «Δεκαετία ’80 στο S. Palace». Φοράω ροζ ολόσωμο μαγιό με φούξια καρδούλες, μία κατακόκκινη ψάθινη καπελαδούρα, είμαι ξαπλωμένη σε chaise longue και τρώω παγωτό με κουταλάκι μέσα από κρυστάλλινο μπολ. Έχω πισίνα να βουτάω, δεν έχω φίλους να παίξω. Έχω γκαζόν που απαγορεύεται να πατήσω, δεν έχω μποστάνι που μπορώ να αλώσω. Έχω κρεβάτι με δαντελένια οροφή, δεν έχω πάναστρο ουρανό. Έχω φαγκρί σερβιρισμένο με στρογγυλές πατατούλες, δεν έχω μαρίδα στο κουβαδάκι κι αμαρτωλές τηγανητές πατάτες της γιαγιάς. Έχω σινιέ σαγιοναράκια στις πατούσες, δεν έχω άμμο στα δάχτυλα. Έχω στα πόδια μου τον κόσμο ολάκερο και στη ματιά μου το θλιμμένο ενήλικο βλέμμα μιας γυναίκας που, ενώ τα έχει όλα, δεν έχει τίποτα. Είναι η εποχή που οι διακοπές ταυτίστηκαν, μεταξύ άλλων, με το απόλυτο σύμβολο κύρους για τη μέση ελληνική τάξη. Τα χρόνια της χλιδάτης χολέρας που έκαναν το τίποτα κάτι και το κάτι τα πάντα. Η περίοδος της νεοπλουτιάς, της ξιπασιάς και της ξενερωσιάς που ο μεγάλοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους τεράστιους και τα παιδιά τους υπερμεγέθη αντικείμενα που βολεύονταν μόνο σε master bedrooms, ουρές του νυφικού τους από τη νέα τους παντρειά με τη χλίδα και την επίδειξη. Επόμενη σελίδα σε θέρετρο στο Λαγονήσι: ίδια καθαρά δάχτυλα, καινούργιο παγιετέ μαγιό, στέκα με στρας, παρεό με χρυσή ταμπελίτσα D&G, απέραντη μοναξιά. Κάθομαι μουτρωμένη μπροστά σ’ ένα τραπέζι-παρέλαση αστακών και δεν αγγίζω τίποτα. Οι μεγάλοι ανοίγουν σαμπάνιες, «κόβουν» πούρα, παίζουν μπιρίμπα, και ποζάρουν μπροστά στον φακό γεμάτοι υπερηφάνεια, ως άλλοι celebrities. Εμείς τα μικρά δεν υπάρχουμε πλέον στις photo. Είμαστε καμένα αρνητικά από τον οργασμό βεγγαλικών της νέας εύρωστης ζωής της μαμάς και του μπαμπά.

«Τι κοιτάς, μαμά; Όταν ήσουν μικρούλα;», μου λέει η κόρη μου διακόπτοντας ξεφύλλισμα και σκέψεις. «Να δω κι εγώ;» Να δεις. «Κοίτα, μαμά, εδώ γελάς. Και φοράς μόνο βρακί. Δεν είχες μαγιό, μαμά; Ούτε πισίνα είχες; Είσαι στη θάλασσα με τη φίλη σου. Η μαμά σου δεν φοβόταν μήπως πνιγείς; Εδώ, μαμά, έχεις πισίνα και ροζ μαγιό, αλλά δεν γελάς και δεν έχεις ψαράκια στο κουβαδάκι. Πού είναι η φίλη σου, μαμά; Γιατί είσαι μόνη; Δεν είχες φίλους τότε; Και δεν φοβόσουν, μαμά, τους αχινούς; Ούτε τον ήλιο που έκαιγε; Ούτε τις σφήκες μη σε τσιμπήσουν; Κοίτα πόσο όμορφη είσαι, μαμά, όταν γελάς. Έτσι γελάω κι εγώ όταν πηγαίνουμε στη Χερρόνησο, σ΄ αυτό το μικρό χωριό στη Σίφνο. Στη Χερρόνησο να πάμε, μαμά, γιατί εκεί θα είναι κι η Ελενίτσα κι ο Μπίλης κι ένα σωρό παιδιά! Κι εκεί δεν μας φοράς ρούχα, μαμά. Μας αφήνεις μόνο με το βρακί. Και μας κάνεις τηγανητές πατάτες δέκα φορές την ημέρα και ψωμί με λάδι, αλάτι και ρίγανη. Και μας αφήνεις να παίρνουμε τσίρο από την ταβέρνα του κυρ Νίκου κι «όσα παγωτά θέλετε» από την κυρά Κατίνα. Και η κυρία Φλώρα αφήνει στην αυλή μας αμπελοφάσουλα, η κυρία Ευαγγελία ξινομυζήθρα και η Έφη αυτά τα τέλεια βραχιολάκια που φτιάχνει μόνη της. Κι ο μπαμπάς μάς επιτρέπει να κοιμόμαστε αργά. Και μας μιλάει για τ” άστρα. Και μας λέει πως καμιά φορά πέφτουν κι ότι μπορούμε να τα πιάσουμε. Κι εγώ κάθομαι με την Ελενίτσα στη θάλασσα και περιμένουμε να πέσουν κάτω και να τα πιάσουμε. Κι ο Αντρέας κάνει βουτιές μέχρι αργά το βράδυ με τον Μπίλη από τον μώλο. Δεν θέλω να πάμε σ’ εκείνο το ξενοδοχείο με τις πισίνες, μαμά, γιατί φωνάζεις όταν λερώνομαι με παγωτό. Και μου βάζεις πολλά ρούχα. Και τα παιδάκια δεν είναι φίλοι μου, είναι σαν μεγάλοι με μικρά ρούχα. Εκεί δεν έχω τι να κάνω μαμά. Ενώ με την Ελενίτσα έχουμε τ” άστρα στον μεγάλο ουρανό…» Το άστρο της ζωής μου αποφάσισε. Την αγκαλιάζω τρυφερά και της ψιθυρίζω συνωμοτικά στο αυτί: «Ναι, καρδιά μου. Φέτος, θα πάμε διακοπές στη Χερρόνησο ή αλλιώς στο μικρό χωριό με τα μεγάλα άστρα… Και στη βαλίτσα μας θα βάλουμε μόνο ένα λευκό βαμβακερό βρακί…»

   

Άφησε ένα σχόλιο

*