Μια μελωδία γραμμένη για σένα

babyads.gr-melodia
Της Φιλένιας Δικαίου
Κοίταξε τον γιο της να μπαίνει στο σπίτι και, για λίγο, όπως κάθε μέρα από τότε που έκοψε τα μαλλάκια του, ένιωσε την τρύπα στο στήθος της να καίγεται. Η στιγμή πέρασε.
 «Πως είσαι μάνα;»
«Μια χαρά αγάπη μου, πεινάς;»
«Ναι, έρχομαι αμέσως»
 Τελείωνε το σχολείο σύντομα. Διάβαζε ευτυχώς πολύ κι οι καθηγητές του ήταν πολύ αισιόδοξοι για το μέλλον του. Ήταν ο γιος που η κάθε μάνα θα ήθελε, ο Στέφανός της.
Κοινωνικός, σοβαρός, ευγενικός και πολύ χαρισματικός. Ίδιος ο πατερας που δεν γνώρισε ποτέ. Ειδικά απ” όταν έκοψε τα μαλλιά του. Ώρες-ώρες δεν άντεχε να τον βλέπει και μετά ένιωθε ενοχές. Του είχε δώσει και το όνομα του πατέρα του εις μνήμην του. Τον παρατηρούσε καμιά φορά να διαβάζει στη πολυθρόνα ή τον άκουγε να μιλάει με τους φίλους του και σπάραζε. Τόσο ίδιοι.
Η Έρικα και ο Στέφανος μεγάλωσαν μαζί σε εποχές που έλεγες το ψωμί, ψωμάκι. Μαζί από παιδιά και καλύτεροι φίλοι, έφτασαν να σπουδάζουν παρέα και κάποια στιγμή, σαν να ήταν απλά η μόνη φυσική κατάληξη, έσμιξαν. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να την γνώριζε καλύτερα ή να την αγαπούσε περισσότερο.

Όταν ήταν παιδιά έπαιζαν κρυφτό κι εκείνος την άφηνε πάντα να κερδίζει γιατί ήξερε πως όταν έχανε τα έβαζε με τον εαυτό της. Όταν οι γονείς της δεν την άφηναν να ξεκινήσει βιολί στην εφηβεία της («Πού λεφτά κόρη μου για τέτοια; Κοίτα να σπουδάσεις») εκείνος έπιασε δουλειά και της αγόρασε ένα όμορφο βιολί που έμοιαζε κόκκινο στον ήλιο. Όταν, φοιτήτρια πια, έχασε τους γονείς της σε ατύχημα, εκείνος κανόνισε την κηδεία και τα διαδικαστικά κι εκείνος την πίεσε να αντέξει. Ήταν ο ιππότης της, πάντα χαμογελαστός και ευγενικός και γεμάτος κατανόηση.

Έτρεχε για όλους και για όλα και ποτέ δεν παρατούσε κάτι. Ήταν ο πιο όμορφος άνθρωπος με την πιο μεγάλη καρδιά και εκείνη είχε μάθει να τον αγαπάει πριν καλά- καλά καταλάβει τι είναι αγάπη. Μπορείτε να φανταστείτε τη φρίκη της όταν η καρδια αυτή που φαινόταν φτιαγμένη από χρυσάφι τον πρόδωσε.
Έτσι απλά σε μία στιγμή χάθηκε από κοντά της. Πρώτα θύμωσε, ούρλιαξε, μάτωσε τα μάγουλά της, έκλαψε. Ύστερα έχασε τη φωνή της και μαζί της και τον χρόνο. Δεν ήξερε πότε ήταν μέρα και πότε νύχτα. Κατηγόρησε τον Θεό, τον μίσησε, καταράστηκε τη μοίρα της. Τίποτα δε βοήθησε. Ένιωθε ότι πέθανε μαζί του. Όλο της το μέλλον, όλα της τα όνειρα, όλα… Θαμμένα κάτω από ξερό χώμα. Μόνο ένα λεπτό νήμα την κράτησε στα λογικά της. Αυτό το μωράκι που είχε μέσα της. Πίεζε τον εαυτό της να τρώει και να κοιμάται. Και έτσι συνέχισε μέχρι που γεννήθηκε ο γιος της, ο γιος του, ο γιος τους. Ο Στέφανός της. Όμορφος και χαρούμενος από μωρό σαν τον πατέρα του. Και τα δάκρυα έρχονταν συνέχεια αλλά, πλέον, ζούσε με μια άλλη ιδέα.

Ό Στέφανος πλέον χρειαζόταν εκείνη. Εκείνη του έμαθε να περπατάει. Εκείνη τον έμαθε να μιλάει ευγενικά και να αγαπάει τα πάντα γύρω του. Όταν ήταν λυπημένος ξάπλωνε στη ποδιά της και εκείνη του έπαιζε βιολί. Πέρασαν τα χρόνια και ο γιός της έγινε άντρας. Άντρας για τον οποίον ο πατέρας του θα ήταν περήφανος. «Παιδί σπάνιο με χρυσή καρδιά», έλεγαν οι φίλες της και οι δάσκαλοί του.

Και πλέον ήταν έτοιμος να πετάξει, να ανοίξει τα δικά του φτερά, να αγαπήσει, να μάθει. Και εκείνη είχε φτάσει κοντά στην εκπλήρωση του σκοπού της. Έπιασε το βιολί της και ξεκίνησε να παίζει. Ο γιος της διακριτικά μπήκε στο δωμάτιο και κάθισε να την ακούσει, όπως χρόνια πριν έκανε κι ο πατέρας του. Με το ίδιο ανεξιχνίαστο ύφος, με την ίδια υποψία χαμόγελου.

 «Σκέφτεσαι τον μπαμπά;»
Τον κοίταξε με απορία.
«Πάντα παίζεις αυτό το κομμάτι όταν σκέφτεσαι τον μπαμπά»
«Για εκείνον το έγραψα, ξέρεις.»
Σηκώθηκε κι έβαλε φαγητό στο πιάτο του. «Πες μου πάλι εκείνη την ιστορία, που είχατε πάει να γραφτείς στο ωδείο…»
 Η Έρικα γέλασε στην ανάμνηση «Α, ναι… Ο κακόμοιρος ο καθηγητής…»
Μιλούσε και θυμόταν. Και ήξερε πως όταν θα ερχόταν η δική της ώρα, θα έφευγε ανυπόμονα για να πάει κοντά του. Αλλά όχι ακόμα. Είχε να φροντίσει το παιδί τους, να σπουδάσει, να βρει τον έρωτα. Ίσως να γνωρίσει κι ένα εγγονάκι.
 Άλλη αγάπη δε γνώρισε και δεν έψαξε ποτέ. Δεν ήθελε. Δεν μπορούσε να χρειάζεται κάποιον άλλον και παρότι ήταν νέα, δεν της έλειπε ένας άντρας. Της έλειπε ο δικός της άντρας. Κι ας μην ντύθηκε ποτέ νύφη. Κι ας μην έζησαν μαζί όλη τη ζωή της. Έζησαν μαζί τη δική του.
Εκείνος ζούσε. Μέσα από εκείνη, το παιδί τους, το βιολί. Ζούσε στη μνήμη της και στο χαμόγελο του γιου του. Ζούσε από την αγάπη που άφησε πίσω.
 Χαμογελώντας θλιμμένα έπιασε πάλι το βιολί. Το παρατήρησε να κοκκινίζει όμορφα στον ήλιο.

Πηγή:www.ilov.gr

   

Άφησε ένα σχόλιο

*