Εγώ, η μητριά!

mitria

Της Έλλης Κοραή

 Η ιδανική σκηνή: Μια οικογένεια. Εγώ, ο Άλκης και η κόρη του. Κυριακή μεσημέρι, καθισμένοι γύρω από το τραπέζι να λέμε ανέκδοτα και να χαζογελάμε. Κι ύστερα η μικρή να κάθεται στα πόδια μου και να μ’ αγκαλιάζει. Και μετά να παίζουμε μ’ εκείνη την ξανθιά κούκλα με τα γαλάζια μάτια που της αγόρασα επειδή της μοιάζει. Και πιο αργά ν’ αποκοιμιέται σε μια αγκαλιά γεμάτη παραμύθια. Στην δική μου αγκαλιά…

Η πραγματική σκηνή: Ακολουθεί αμέσως παρακάτω σ΄ ένα «παραμύθι» φτυστό μ’ εκείνο της Σταχτοπούτας…

Όχι. Δεν είμαι η κακιά μητριά. Δεν έχω ούτε τουπέ της, ούτε το κορακίσιο της (σε μαλλί, δέρμα, μάτι και ψυχή), ούτε την ηλικία της. Είμαι μόλις 25 χρονών, κοντούλα, ξανθιά, τσαχπίνα και όπως λένε οι φίλοι μου «χαλί να με πατήσεις». Όχι. Δεν στράβωσα όταν ο Άλκης μου είπε ότι έχει μια κόρη από τον πρώτο του γάμο. Ούτε ζήλεψα, ούτε τρόμαξα, ούτε πνίγηκα σε κύματα ρίγους για το πώς και το εάν θα τα καταφέρω. Αντίθετα. Άρχισα να «γράφω» την ιστορία μου με την μικρή Αλίκη που παρότι δεν την γνώριζα την αγαπούσα επειδή απλά ήταν προέκταση του καλού μου. Μια ιστορία πραγματικής αγάπης, ανίκανη να καταλάβω πως αυτές οι ιστορίες μπορούν να λάβουν σάρκα και οστά μόνο όταν και οι δύο πρωταγωνιστές είναι «διαθέσιμοι» να αγαπήσουν…

Η συνάντηση

Κυριακή μεσημέρι στο σπίτι μου. Εν ώρα αναμονής της «μεγάλης» μας προσκεκλημένης. Της Αλίκης. Με μια ανθοδέσμη στα χέρια μου, μια κατσαρόλα με το «καλυτερότερό» της φαγητό στην κουζίνα μου, μια κούκλα στην αγκαλιά μου. Για εκείνη. Το κουδούνι χτυπάει. Τρέχω ν’ ανοίξω. Ο Άλκης στέκεται μόνος του, με ύφος «θλιμμενομπερδέματος» και βλέμμα στο κενό: «Η Αλίκη είναι κάτω στο αυτοκίνητο. Χρυσή την έκανα να ανέβει να σε γνωρίσει αλλά δεν θέλει. Μου είπε ότι η Κυριακή είναι η δική μας μέρα. Πως μέσα σ’ αυτήν και ανάμεσα σε εμάς δεν μπορεί να μπει κανείς ξένος. Σε παρακαλώ, κάνε μου την χάρη να πάμε να φάμε κάπου έξω». Ανοίγω τα χέρια μου και η ανθοδέσμη πέφτει στο πάτωμα. Κλείνω το μάτι της κουζίνας και κατεβαίνω κρατώντας την κούκλα όσο σφιχτότερα μπορώ στην αγκαλιά μου. Σαν μικρό κοριτσάκι.

Κάθεται στο πίσω κάθισμα με το πρόσωπό της κολλημένο στο παράθυρο του αυτοκινήτου. «Αλίκη μου, αυτή είναι η Έλλη», της λέει γλυκά ο Άλκης. Καμία απόκριση. Καμία αντίδραση. Προσωποποιημένο τίποτα. Σκληρό όταν το αντικρίζεις στα μάτια ενός παιδιού. «Αλίκη. Πες μία καλημέρα». Η μικρή ψιθυρίζει κάτι μέσα απ’ τα χείλη της χωρίς να μου ρίξει ούτε μία ματιά. Κι εγώ αρχίζω να ψυλλιάζομαι πως αυτή η μέρα δεν θα είναι τόσο καλή όσο την περίμενα. Παρκάρουμε μπροστά από ένα Ιταλικό restaurant. Τ’ αγαπημένο της. Και τότε ακούω για πρώτη φορά την φωνή της: «Μπαμπά, η μαμά μου έχει πει ότι είχατε γνωριστεί εδώ. Πως ήσουν με κάτι φίλους κι όταν την είδες στο απέναντι τραπέζι να τρώει με μία φίλη της, σηκώθηκες την πλησίασες και της είπες: «Δεν έχω δει ωραιότερη γυναίκα στην ζωή μου. Θέλεις να με παντρευτείς;». Βουρκώνω. Ο Άλκης με κοιτάζει με την άκρη του ματιού του και χωρίς να πει κουβέντα μου πιάνει το χέρι. Και τότε η μικρή μεταμορφώνεται στο κοριτσάκι του εξορκιστή φωνάζοντας με άναρθρες κραυγές: «Μην την χαϊδεύεις αυτή. Μην την χαϊδεύεις αυτή!». Τραβάω το χέρι μου με δύναμη και σφίγγω την κούκλα δυνατότερα στην αγκαλιά μου. Θέλω την μαμά μου. Την φίλη μου. Την θαλπωρή μιας αγκαλιάς έστω και ξένης. Δεν την έχω. Κατεβαίνω από το αυτοκίνητο με την κούκλα πάντα στην αγκαλιά μου και κάθομαι σε ένα άδειο τραπέζι. Ένα τέταρτο μετά έρχεται και ο Άλκης με την Αλίκη. Και με την συμφωνία να μην μου μιλήσει, να μην της μιλήσω. Δύο εχθροί στο ίδιο τραπέζι. Με έναν άντρα ανάμεσα τους να χωρίσουν στα δύο. Ή να τον κερδίσει η πιο δυνατή. Άνισος πόλεμος. Χαμένη μάχη…

Τρώμε στα βουβά. Κατεβάζω το κρασί σαν νερό. Για να χαλαρώσω. Για να ξεχαστώ. Για να χαζογελάσω. Το καταφέρνω. Αρχίζω να μιλάω για παιδικά μου χρόνια. Για την μαμά μου. Πόσο μου λείπει, πόσο την αγαπάω, πόσο την χρειάζομαι. Πόσο καλύτερη είναι από όλες τις άλλες μαμάδες του κόσμου. Αρχίζει να μιλάει κι εκείνη για την δική της. Πόσο της λείπει, πόσο την αγαπάει. Πόσο την χρειάζεται. Πόσο καλύτερη είναι απ’ όλες τις άλλες μαμάδες του κόσμου. Συναίσθημα κοινό ισοδύναμο με κοινό τόπο. Που μπορείς να τον μοιραστείς. Ο αντίπαλος αρχίζει να γίνεται φίλος.

«Πάμε για παγωτό;» ρωτάω δειλά. «Πάμε, αλλά εσύ να μην φας πολύ γιατί έχεις μεγάλο ποπό», μου απαντάει και σηκώνεται από την θέση της. Θέλω να φωνάξω. Να διαμαρτυρηθώ. Να επιδείξω τα οπίσθιά μου σ’ όλο το μαγαζί για να μου πουν πως η μικρή κάνει λάθος. Για να με διαβεβαιώσουν ότι έχω τα «δυνατότερα» καπούλια σε ολόκληρη την Αθήνα. Δεν το κάνω. Κουνάω το κεφάλι μου για να συνέλθω. Το μυαλό μπαίνει στην θέση του και η λογική μου, μου υπαγορεύει ότι ποτέ δεν πρέπει να ξεσυνερίζεσαι ένα μικρό παιδί. Ειδικά όταν του μπαίνεις στον δρόμο διεκδικώντας ένα κομμάτι από ό,τι αγαπάει περισσότερο στον κόσμο: Τους γονείς του.

Τρώμε παγωτό. Προτείνω να πάμε στο λούνα παρκ. Η μικρή δέχεται με το όρο να μπει σε όλα τα παιχνίδια με τον μπαμπά της. Δέχομαι. Κάνω ρόδα και ταψί αγκαλιά με την κούκλα. Και μπαίνω στο τραινάκι του τρένου με την αίσθηση πως η πρώτη κακιά μάγισσα θα μου κλείσει συνωμοτικά το μάτι. Κρατάω τα μάτια μου κλειστά μέχρι να βγω πάλι στο φως. Βραδιάζει. Η Αλίκη θέλει σινεμά και ο μπαμπάς δεν της χαλάει χατίρι. Κάθονται σφιχταγκαλιασμένοι στις δύο πρώτες κενές θέσεις του κινηματογράφου. Δεν υπάρχει τρίτη. Μόνο μία στην τελευταία σειρά του διαδρόμου. Για μένα και την κούκλα μου…

Το έργο τελειώνει. Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο κι ο Άλκης με παρακαλάει να κάτσω μαζί της πίσω γιατί η μικρή ήδη λαγοκοιμάται. Κάθομαι μαζί της. Εκείνη για πρώτη φορά ρίχνει μια ματιά στην κούκλα: «Πως την λένε;» με ρωτάει δειλά. «Αλίκη» της απαντάω. «Γιατί Αλίκη;» μου ανταπαντάει. «Γιατί έχει τα ίδια ξανθά μαλλιά με σένα. Και τα ίδια γαλάζια μάτια για σένα. Γιατί απλά την αγόρασα για σένα». Μου χαμογελάει. Ναι. Αυτό το παιδί μπορεί και χαμογελάει. Ακόμη και στην «μεγάλη αντίπαλο». Έτσι όπως κάνουν όλα τα παιδιά όταν καταφέρεις να μιλήσεις στην καρδιά τους με κινήσεις απλές και ιδίως με λόγια απλά. Όμοια με τα δικά τους.

Χτυπάει το κινητό του Άλκη. Είναι η μητέρα της. Τον παρακαλάει να κρατήσει την Αλίκη για σήμερα το βράδυ. Της έτυχε κάτι έκτακτο και δεν μπορεί λέει να γυρίσει σπίτι σήμερα το βράδυ. Ανεβαίνουμε οι τρεις μας στο διαμέρισμά του. Μου ζητάει να της διαβάσω ένα παραμύθι για να κοιμηθεί: «Ο μπαμπάς διαβάζει γρήγορα και δεν μου αρέσει», μου λέει βάζοντας στα χέρια μου ένα βιβλίο με παραμύθια. Μαζί της γίνομαι πάλι παιδί. Ένα παιδί μόλις δέκα ετών, μια ενήλικη που ακόμη και σήμερα φοβάται τους κακούς δράκους και αναζητάει τον πρίγκιπα της. Η φωνή μου πλημμυρίζει συναίσθημα και η μικρή το πιάνει: «Διαβάζεις ωραία, αλλά είσαι έτοιμη να κλάψεις. Μην στεναχωριέσαι τόσο. Όλα αυτά είναι παραμύθια δεν συμβαίνουν στ’ αλήθεια…»

Με παίρνει ο ύπνος πλάι της. Με το βιβλίο ανοιχτό και την κούκλα ανάμεσά μας. Ξυπνάω απότομα με την πρώτη αχτίδα του ήλιου να μου γαργαλάει τα μάτια. Δίπλα μου, κόκκινα τριαντάφυλλα αφημένα από τον Άλκη που έχει ήδη φύγει για την δουλειά κι ένα σημείωμα με μια κόκκινη καρδιά. Πάνω μου, το χέρι της μικρής, σαν μια μικρή αγκαλιά. Κι ανάμεσά μας η Αλίκη. Σκέφτομαι πως ανάμεσα σε εμάς τις δύο πάντα θα υπάρχει κάποιος. Όχι για να χωρίσουμε αλλά για να αγαπήσουμε με έναν τρόπο διαφορετικό. Και μετά από πολλά, μα πάρα πολλά χρόνια είμαι πλέον βέβαιη πως υπάρχουν φορές που όσο κι αν τις χλευάζεις μπορούν να σου αποδείξουν ότι σ’ αυτή την ζωή ακόμη και το πιο δυσοίωνο παραμύθι μπορεί να έχει happy end!

   

Άφησε ένα σχόλιο

*