Ποτέ το καλοκαίρι

potetokalokairi

Της Ρομίνας Ξύδα,

«Πάμε για καφέ στο κέντρο; Να τα πούμε, μωρέ, λίγο, να χαζέψουμε και καμιά βιτρίνα. Α, θέλω να κάνω και μια στάση σε κάποιο βιβλιοπωλείο για να αγοράσω βιβλία για το μικρό. Όχι εκείνα με τους λύκους, τις μάγισσες και τις πριγκιποπούλες. Βιβλία αληθινά με γράμματα και αριθμούς. Μεγαλώσανε τα καμάρια μας, φιλενάδα. Πρώτη δημοτικού θα πάνε τον Σεπτέμβριο και, για να σου πω την αλήθεια, ο δικός μου δεν ξέρει να γράφει και να διαβάζει καλά. Ε, είπα κι εγώ λοιπόν να του αγοράσω κάποια βοηθήματα γλώσσας και μαθηματικών και να κάνουμε τώρα το καλοκαίρι δυο ωρίτσες μάθημα την ημέρα ώστε να πάει έτοιμος το φθινόπωρο στο «μεγάλο σχολείο». Βέβαια θα τον στείλω και σε ένα campus για να μη χάσει τη σειρά του στα αθλήματα και στο… πρωινό ξύπνημα. Λοιπόν, Ρομινάκι, κλείνω τώρα. Τα λέμε στις πέντε ακριβώς στο γνωστό μας στέκι».

Κλείνω το τηλέφωνο και ασυναίσθητα, σχεδόν αντιδραστικά, επιστέφω «μακριά», στα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας. Γυρίζω σε εκείνη. Σ’ εκείνη και σε μένα. Στη γιαγιά με τον πλούσιο ξανθό κότσο και στην εγγονή που θέλει κάποτε να έχει τα μαλλιά της, και το γέλιο της, και την καλοσύνη της. Ξυπνάω στο σπίτι της. Είναι καλοκαίρι. Έξω καύσωνας, μέσα αναρχία. Την ακούω να μιλάει στο τηλέφωνο με τη μαμά: «Να μου κάνετε τη χάρη! Το παιδί δεν θα πάει σε καμία απολύτως κατασκήνωση. Θα μείνει εδώ, μαζί μου. Δεν φτάνει που το πουλάκι μου ξυπνάει όλον τον χειμώνα από τις έξι το πρωί για να φτάσει στο ρημοδο-ιδιωτικό που λυσσάξατε να πάει, θέλετε να το στείλετε και κατασκήνωση! Να σηκώνεται από τα χαράματα και να έχει όλη μέρα πρόγραμμα. Όχι, καλή μου. Τα καλοκαίρια είναι περίοδος ελευθερίας, μη σου πω ασυδοσίας για τα παιδιά! Όσα παγωτά θέλω θα της δώσω κι ό,τι ώρα θέλει θα πάει για ύπνο! Κι αυτά τα βιβλία που της βάλατε στην τσάντα θα τα κάνω φύλλο και φτερό! Ακούς εκεί να διαβάζει το παιδί καλοκαιριάτικα! Μωρέ, εσείς, οι νέες γυναίκες είστε μουρλές. Όχι. Να μη μας ξαναπάρεις το βράδυ. Να μη μας ξαναπάρεις όλο το καλοκαίρι. Ελάτε να την πάρετε τον… Σεπτέμβριο. Τ’ ακούς; Τον Σεπτέμβριο!»

Η γιαγιά. Η λατρεμένη γιαγιά. Η Μικρασιάτισσα που είχε τα παιδιά της σούζα, τον άντρα της πασά και τα εγγόνια της βασιλιάδες. Ήρεμη γυναίκα, χαρούμενη, κιμπάρισσα. Σημειωμένη στην παιδική μου ψυχή σαν μαμά, αγαπημένη κάποιες φορές πιο πολύ κι απ’ τη μαμά. «Ξύπνησε το γιαβρί μου; Έλα να φας το πρωινό σου, κούκλα μου». Το πρωινό μου. Αυγά τηγανητά με κριτσανιστό σουτζούκι και ζαχαρούχο γάλα χτυπημένο με κακάο. Όλα τ’ «απαγορευμένα» σ’ ένα τραπέζι, όλα τα «παχυντικά» σ’ ένα πιάτο, όλα τ’ «ασυγχώρητα» σε μια αλησμόνητη γεύση απόλυτης ελευθερίας. «Μην ακούς τη μάνα σου και τον πατέρα σου, γιαβρί μου. Και δυο τρία κιλάκια να πάρεις τώρα στις διακοπές, θα τα ρίξεις σε ύψος». Εκείνη να μιλάει, κι εγώ να καταβροχθίζω, εναλλάξ, μια πιρουνιά σουτζούκι, μια κουταλιά ζαχαρούχο, παραδομένη στην ανυπαρξία του «μη», του «δεν» και του «όχι».

Κι ύστερα, κατά τις 12 το μεσημέρι, να φοράμε μαγιό και να περιμένουμε τον «Κωνσταντάκης Tours» για μια βουτιά στην πλαζ της Βουλιαγμένης. Χωρίς καπέλο, χωρίς αντηλιακό, χωρίς ρολόι, να τσουρουφλιζόμαστε στις ξαπλώστρες κι ύστερα να «σβήνουμε» με μια βουτιά. Και να φτιάχνουμε μέχρι το απόγευμα πύργους και κάστρα, και να πλάθουμε κεφτεδάκια από άμμο, και να παίζουμε ξερή, και να μασουλάμε «ετοιματζίδικες σαχλαμάρες» από την καντίνα, και να λέμε ιστορίες, και να πιστεύουμε ότι εμείς οι δύο μοιάζουμε πολύ: «Όταν μεγαλώσω, γιαγιά, θα γίνω μία μαμά σαν κι εσένα. Όχι σαν τη δική μου μαμά! Σ’ το λέω να το ξέρεις!». Κι εκείνη να μ’ αγκαλιάζει σφιχτά, τόσο σφιχτά που κανείς δεν το ’χει μπορέσει. Επιστροφή στο σπίτι. Στο μεγάλο μπαλκόνι με τις ατέλειωτες γλάστρες και το ολοδικό μου ποδήλατο. Τρώμε μπιφτέκια με πατάτες στον φούρνο κι ύστερα πίνουμε τούρκικο καφέ: «Μην το πεις στη μάνα σου γιατί θα με σκοτώσει. Αυτό είναι μυστικό. Το μυστικό μας». Κάνω σταυρό, τον φιλάω, ζητάω κι άλλο λίγο, γλείφω το κατακάθι.

Και πιο μετά, γύρω στις οχτώ, είναι η ώρα για ζάχαρες. Και φραουλένια σορμπέ. Και γρανίτα λεμόνι. Και δύο, τρία, τέσσερα παγωτά να λιώνουν σε χείλη και γόνατα κι εγώ να τα σκουπίζω με τη γυμνή πατούσα μου χωρίς να με μαλώνει κανείς. Έξαψη χαράς. Οργασμός ελευθερίας. Μετά έχει ελληνική ταινία. Με Αλεξανδράκη, Κούρκουλο, Αλίκη, Καρέζη, τραγούδια, έρωτες, μίση, happy end, πολύ πασατέμπο, δυο ράντζα στο μπαλκόνι και μια μεγάλη παράκληση: «Γιαγιά, σε παρακαλώ! Να κοιμηθούμε έξω! Μόνο για σήμερα». Κουνάει το κεφάλι καταφατικά κι ύστερα ξυπνάω στο κρεβάτι μου έχοντας στην αγκαλιά μου δυο παιδιά. Τα δικά μου παιδιά. Σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών και κατευθύνομαι στο δωμάτιό τους. Αρπάζω από τη βιβλιοθήκη τα «βοηθήματα της πρώτης δημοτικού» και σαν υπνωτισμένη τα κάνω κομματάκια μαζί με τα διαφημιστικά έντυπα των απανταχού «θερινών απασχολήσεων για παιδιά». Της το είχα άλλωστε υποσχεθεί: Όταν μεγαλώσω, γιαγιά, θα γίνω μία μαμά σαν κι εσένα. Όχι σαν τη δική μου μαμά…»

Πηγή: talcmag.gr

   

Άφησε ένα σχόλιο

*