Τα παιδιά των ανθρώπων

Της Αλεξάνδρας Τσόλκα

Είναι εκείνο το πρώτο βλέμμα του ραντεβού ψυχών που πραγματοποιείται μόλις ανοίγουν τα ματιά τους, η μυρωδιά και ο ρυθμός της αρωματισμένης ανάσας τους όταν κοιμούνται στην αγκαλιά σου, το απαλό σαν πέταλο μπουμπουκιού την άνοιξη δέρμα, η μυρωδιά της σάρκας που, φυσικά, θυμίζει ταλκ. Είναι που μεγαλώνοντας κοιτάνε τα μυρμήγκια πώς περπατούν, ενώ εμείς τα πατάμε, που βρίσκουν χαρά σε μια πέτρα, όταν εμείς από αυτήν θέλουμε να χτίσουμε βίλα, που δείχνουν εκείνη την τυφλή εμπιστοσύνη, την όποια εμείς έχουμε πνίξει στην ιδιοτέλεια. Είναι η απόλυτη αθωότητα, η ζωή στην αγνή της, όμορφη αρχή. Είναι τα παιδιά των ανθρώπων. Όχι τα παιδιά μας, το παιδί μου και το δικό σου, αλλά όλων μας. Κόρες και γιοι της ίδιας της ζωής.

Πάτρα. H κοσμοπολίτισσα. Μια γυναίκα παράτησε τρία μωρά, τριών και δύο και μόλις επτά μηνών, στον δρόμο, μες στην παγωνιά, γιατί είχε ερωτευτεί και ήθελε να χαρεί τον έρωτά της. Το μεγαλύτερο είχε στην αγκαλιά του το μικρότερο και δεν τ’ άφηνε, όταν τα βρήκαν. Τα παιδιά αυτά ήταν από άλλους έρωτες, ληγμένους, αδιάφορους πια, σκοτωμένους. Να δοθούν για υιοθεσία, παράγγειλε η γυναίκα που τα γέννησε. Μετά, πάλι άλλαξε γνώμη. Τα θέλει πίσω. Και το βλέμμα της κοίταζε προκλητικά στις κάμερες των δελτίων ειδήσεων. Με τα χείλη σκληρή, αγέλαστη περισπωμένη και τα φρύδια σηκωμένα, πύλες θολωτές, φραγμένες για είσοδο.

Κρήτη. Η περήφανη και αντρίκια. Ένα μωρουδάκι-ασπίδα στα χέρια της μάνας ή «κατά λάθος, στο λάθος σημείο» –όπως είπε η συνήγορος– της φοράς ενός κινητού, απ’ τα χέρια του πατέρα, πάει. Το θάψανε σε ένα λευκό κουτί, στη γη, για πάντα, ενώ το στοματάκι του ακόμα είχε σταλίτσες από αίμα και γάλα.

Κομοτηνή. Η εξωτική και ακριανή. Παραπήγματα, παράγκες, λάσπη και χώμα, κρύο και σκοτεινιά, τόσο που ούτε τα άστρα να μη φέγγουν στη γειτονιά των Ρομά. Ένας 14χρονος κωφάλαλος βιάζει με ιδιαίτερη σκληρότητα, λένε οι ιατροδικαστές, ένα κωφάλαλο επίσης, 8χρονο. Το στραγγαλίζει. Το τυλίγει σε μια λερωμένη κουβέρτα και σε ένα κουρελιασμένο μπουφάν, στα ερείπια ενός σπιτιού, και φεύγει. Ένας τοίχος μισοσπασμένος, πίσω του, έχει ακόμα θαμπό ροζ χρώμα…

Αθήνα. Ένας φίλος, ημιαπασχολούμενος, που κάνει κάθε δουλειά εργάτη, προσπαθεί να μαζέψει λεφτά για το μωρό του. Έχει εκ γενετής πρόβλημα στην καρδιά. Με 10.000 ευρώ σώζεται στο «Μητέρα». «Βοήθα» λέει σε μένα την αδύναμη, «με τη δύναμη των ΜΜΕ. Βόηθα». Δεν με κοιτάει στα μάτια. Ούτε εγώ τον κοιτάω. Από ενοχή. Που έφτασαν τα πράγματα εδώ…

Στις ειδήσεις διαβάζουν τα ότο-κιου οι παρουσιαστές. Λένε για τα χαμένα παιδιά. Με ουδέτερη φωνή, ειδήσεων, αλλά με εκείνο το ράγισμα του ανθρώπου που βλέπει επίσης ένα τέλος να τον πλησιάζει και είναι παγωμένο και φτιαγμένο από σκοτάδι μόνο. Ποια παρηγοριά; Τα παιδιά είναι τα πιο πονεμένα θύματα μιας κρίσης που στα χαρτιά είναι νούμερα χρεών και στην πραγματικότητα αφαιρέσεις σε αξίες. Σαν να μείναμε κυνικά οι άνθρωποι σπλάχνα μόνο, έντερα και διαδικασίες σωματικές, όχι ψυχές και αισθήματα. Κάποια παρουσιάστρια σε εκπομπή «κοινωνικής θεματολογίας» συγκινείται μιλώντας για τις τραγωδίες. Ανάμεσα σε κλισέ, μοιάζει να βουρκώνει, αλλά μπορεί και να τραβάνε τα ράμματα απ’ το καινούριο λίφτινγκ, πού να ξέρεις.

Εξαντλούμαστε στη συμπόνια, ναι. Αλλά τα παιδιά ξαφνικά είναι στο έλεος ημών, των ενηλίκων. Τα αγαπάμε, ναι. Αλλά όχι όλα. Θα τα σώζαμε, φυσικά. Μόνο που δεν προλάβαμε. Και τι; Σάμπως είναι δική μας ευθύνη; Των κρατών τους, του δικού μας κράτους, του Σόιμπλε, του Θεού, βρε αδελφέ. Ας τα σώσει αυτός. Έλα όμως που «αν έστω και ένα παιδί στον κόσμο πεθαίνει από πείνα ή από πόλεμο, τότε Θεός δεν υπάρχει» ή ήταν παιδί και υπήρξε για λίγο, σαν βρέφος σακατεμένο από ξύλο.

Πηγή: like.philenews.com

   

Άφησε ένα σχόλιο

*