Η μελωδία της αναρχίας 4 – Το παιδικό πάρτι

partyΚείμενο: Ρομίνα Ξύδα

 Πόσες μεταμφιεσμένες ξιπασιές χωρούν σ’ ένα παιδικό πάρτι; Πόσες συνταγές χαράς ξεπατικώνουμε από το δικό μας άχαρο παρόν; Πόσα κεράκια πρέπει να σβήνουν τα παιδιά μας εν ονόματι της δικής μας ματαιοδοξίας; Οι Ελληνίδες μαμάδες ξέρουν καλά. Και μια Γερμανίδα, ακόμη καλύτερα…

Ανεβαίνει τα σκαλοπάτια σαν σίφουνας, ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί από την έξαψη της πρώτης του ανήλικης αγάπης: «Μαμά, η Μάρλεν, η φίλη μου απ’ το κολυμβητήριο, κάνει πάρτι και με κάλεσε. Θα πάμε. Δεν θα πάμε;» Η Μάρλεν. Η τετράχρονη Γερμανιδούλα με τα τιρκουάζ μάτια, τα «αχυρένια» μαλλιά και τη μαμά-Μέρκελ που, με μάτι Μέδουσας, στρέφεται και πετρώνει όσες μαμάδες υποκύπτουν δίχως δεύτερη κουβέντα στα «θέλω» των παιδιών τους. «Εσείς οι Ελληνίδες μαμάδες κάνετε πολλά λάθη. Δεν μπορείτε να πείτε στα παιδιά σας neine, γι’ αυτό είναι κακομαθημένα», μου είχε πει σε σπαστά ελληνικά κάποιο απόγευμα στην πρώτη μας και τελευταία κουβέντα στα σκαλοπάτια των αποδυτηρίων όταν κατάλαβε πως οι απαγορεύσεις μου δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα κομμάτι πλαστελίνη στα χέρια του τετράχρονου βασιλιά μου. Έκτοτε, δεν ξαναμιλήσαμε ποτέ. Και έκτοτε, ως Ελληνίδα λειράτη κότα, δεν επεδίωξα να ξαναμιλήσουμε ποτέ. Και τώρα; Τώρα ως βέρα Ελληνίδα χαζομαμά, ντύνω τον μοναχογιό μου πρίγκιπα και ως άλλη βασιλομήτωρ ετοιμάζομαι να τον συνοδεύσω στο πάρτι της αγαπημένης του Μάρλεν.
Χτυπάμε το κουδούνι πιασμένοι χέρι-χέρι με το χαμόγελο να παγώνει στις πρώτες κιόλας λέξεις της αλλοδαπής οικοδέσποινας: «Λυπάμαι, Ρομίνα, αλλά το πάρτι δεν είναι για εσάς. Μπορεί να περάσει μόνο ο Ανδρέας και να έρθετε να τον πάρετε στις 8 ακριβώς». Παγώνω. Εκείνη του απλώνει το χέρι της απαλά, εγώ σφίγγω το δικό μου κι ο μικρός μου πρίγκιπας με κοιτά στα μάτια. Βλέμμα ικεσίας αναμεμειγμένο με σπίθες απόγνωσης, όπως τότε που ήμασταν παιδιά και ζητούσαμε λίγη παραπάνω ώρα στο πάρτι της κολλητής μας. Για κλάσματα δευτερολέπτων γίνομαι πάλι παιδί, κι εκείνο το απροσδιόριστο κενό των πάρτι που δεν έζησα μέχρι τέλους, ανεβαίνει στην επιφάνεια λύνοντάς μου παλάμη και ψυχή. Το μικρό μου αντράκι περνάει την πύλη της αγαπημένης του Μάρλεν, κι εγώ ακούω πίσω μου την πόρτα να κλείνει δυνατά. Μένω για κάμποσα λεπτά στην ίδια ακριβώς θέση, αποσβολωμένη, θιγμένη, προσβεβλημένη από τη γαϊδούρα Γερμανίδα που μου έριξε «πόρτα». Θέλω να της φωνάξω να τσακιστεί από την πατρίδα μου παρέα με όλα της τα χαράτσια και τις δυτικότροπες αντιλήψεις της, να της επισημάνω πόσο φιλόξενες κυρίες είμαστε εμείς οι Ελληνίδες, να της αναφέρω ένα-ένα τα πάρτι-υπερπαραγωγή που έχω κάνει μέχρι σήμερα για τον κανακάρη μου.
Τα πάρτι του κανακάρη μου: πόσος κόπος, πόση αγωνία, πόσο άγχος, πόση προετοιμασία, πόσα χρήματα. Να υπολογίζω το κάθε παιδάκι επί τέσσερα (μαμά-μπαμπάς-αδέλφι), να επιστρατεύω διακοσμητές και ανθοπώλες, να ξετρυπώνω την καλύτερη animatrice της Αττικής, να αγοράζω τα πιο πρωτότυπα δώρα για το finale, να παραγγέλνω την τούρτα-υπερπαραγωγή, να μαγειρεύω μερόνυχτα, να συμπληρώνω το menu με το καλύτερο catering, να φορτώνω τον «μπακάλη» με ξηρούς καρπούς και την κάβα με σκωτσέζικο ουίσκι και γαλλική σαμπάνια. Να φουσκώνω μπαλόνια μέχρι ν’ αδειάσουν τα πνευμόνια μου, να γράφω προσκλήσεις μέχρι να παραλύσει το χέρι μου, να τρίβω πατώματα μέχρι τα ματώσουν τα γόνατα, ν’ αναζητώ σαν τρελή την τελειότητα μέχρι να ξεφουσκώσει η απέραντη ματαιοδοξία του μικροαστικού μου κοσμάκη. Γιατί; Και για ποιον; Για ένα παιδί που σε λίγα χρόνια δεν πρόκειται να θυμάται τίποτα απ’ όλα αυτά ή για μια ενήλικη που η φαντασίωση του εύπορου χθες την κάνει ακόμη και σήμερα να συμπεριφέρεται σαν ξεπεσμένη αριστοκράτισσα; Γιατί «οφείλουμε» στα πάρτι των μικρών μας να έχουμε ουίσκι και σολομό, πού μάθαμε ότι πρέπει να δίνουμε δώρα στα παιδάκια που έρχονται να μας ευχηθούν και ποια ξιπασιά μάς επιτρέπει ακόμη και σήμερα να πετάμε στα σκουπίδια τις καλύτερες στιγμές των παιδιών μας παρέα με μισό κιλό τυροπιτάκια και δυο κιλά κεφτέδες; Τα πιο γλυκά πάρτι της ζωής μου ήταν εκείνα που είχα δίπλα μου τους φίλους μου. Όχι τους γονείς τους. Εκείνα, που μας κυνηγούσε γύρω-γύρω η μάνα μου. Όχι η animatrice. Εκείνα, που το μαγικό γλυκό της γιαγιάς με τις στρώσεις από μπισκότα, κρέμα και ζελέ δεν μπορεί ακόμη και σήμερα να συγκριθεί με καμία ζαχαρόπαστα χαϊκλασάτου γλυκατζή. Εκείνα, που όταν έσβηναν τα φώτα έτρεχα στην κουζίνα να φάω επειδή είχα ξεχαστεί θεονήστικη για ώρες απ’ το παιχνίδι. Εκείνα, που μου θύμισε η «γαϊδούρα» η Γερμανίδα…
Κοιτάζω το ρολόι. Δείχνει οκτώ παρά πέντε ακριβώς. Τρέχω ως άλλη σταχτοπούτα να πάρω τον πρίγκιπά μου πριν τα μάγια λυθούν και η «κακιά» Γερμανίδα καταλάβει πως το αμάξι μου είναι κολοκύθα, τα μετάξια μου κουρέλια και οι αγωνίες μου ποντίκια που χρόνια τώρα πάσχιζαν για ένα κομμάτι τυρί, κατά προτίμηση γαλλικό. Χτυπάω κουδούνι και ο μικρός ορμάει στην αγκαλιά μου. Τα μάτια του λάμπουν, το ίδιο κι εκείνο το χρυσαφί νόμισμα που κρατάει στη μικροσκοπική παλάμη του: «Μαμά, αυτό ήταν το πιο ωραίο πάρτι! Πιο ωραίο από το δικό μου. Παίξαμε με την κυρία Άνγκελα και τα παιδάκια το κυνήγι του θησαυρού σε όλο το σπίτι. Και στον κήπο, μαμά. Και η κυρία Άνγκελα μας κυνηγούσε και μας έκανε να γελάμε και τον θησαυρό τον βρήκα εγώ, μαμά. Και χορέψαμε, και ήπιαμε χυμό, και φτιάξαμε κουλουράκια με αληθινή ζύμη. Και το σπίτι το κάναμε όλο αλεύρι, αλλά η κυρία Άνγκελα δεν φώναξε. Και είχε και λουκανικάκια με πατάτες, αλλά δεν έφαγα, μαμά. Γιατί έπαιζα. Δεν πειράζει, μαμά. Θα φάω σπίτι». Ο μικρός μου σοφός μιλάει ακατάπαυστα, εκστασιασμένα, αληθινά και κυρίως σκληρά, πετώντας μου κατάμουτρα τη δική του αλήθεια: εκείνη που μας υπαγορεύει ότι τα παιδιά δεν χρειάζονται χλιδάτες ανοησίες και στημένες χαρές για να είναι αληθινά ευτυχισμένα. Τα πάρτι-υπερπαραγωγή ανήκουν πλέον στο παρελθόν και στις προσκλήσεις που θα αποσταλούν σε λίγους μήνες από σήμερα σε φίλους και γνωστούς θα αναγράφεται με μεγάλα χαρούμενα γράμματα: «Το πάρτι μας είναι αυστηρά για παιδιά! Danke Schon…» 

Πηγή: http://www.talcmag.gr/gyro-gyro-oloi/melodia-anarxias-5/

   

Άφησε ένα σχόλιο

*