Δημήτρης Θεοδώρας, ετών 5.

Από τη Ζωή Σταύρου

« Την 17η Νοεμβρίου 1973, αναρχική μπίκαν στον Πολυτεχνίο για να σπάσουν και να λεηλατίσουν όπως το συνιθίζουν να κάνουν πάντα. Οι εκάστοτε διμοκρατικά εκλεγμένες κηβερνήσεις τους διαλύουν και καλα τους κανουν, αλλά εκείνη τη μέρα ο Μαρκεζίνης φοβίθηκε μην τους πούνε δικτάτορες και επαίτρεψαν τη συγκέντροση.

Αυτοί τότε, με τα συνθήματα τους στο ραδιοσταθμό παρέσυραν τους νέους με ποτα και τσιγαρλίκια και μαζευτηκαν και κατι οικοδομοι και εργατες και αλλοδαποί κι όχι μονο φοιτητες που λενε για να ακουγεται ρωμαντικο κι αρχισαν να επιτοιθονται σε Υπουργεια και σε δημοσιες υπερεσιες και περιουσιες φιλισηχων νοικοκυρεων με σκοπο το πλιάτσικο. Το στρατιοτικο καθεστος υπευθυνο για την ασφαλια τον πολιτων τι επρεπε να κανει δηλαδη, να τους αφησει να καταλαβουν τα υπουργια; Ο,τι τους καπνισει δηλαδη; Επεσαν κατι ψιλες και καποιοι σκοτωθηκαν πανω στον πανικο, νομιμη αμυνα των στρατιωτών δηλαδη. Και ολη πεθαναν εξω από το πολυτεχνιο, όχι που λενε ότι μπηκαν τα τανκς και τους σκοτωσαν. Μιλανε για νεκρους μεσα στο Πολυτεχνειο και τα φουσκονουν. Παραμιθια».

Κείμενα σαν αυτό και πολύ πιο ανατριχιαστικά και -αν αυτό είναι δυνατόν-πιο ανορθόγραφα, θα εμφανιστούν διάσπαρτα εδώ κι εκεί στο διαδίκτυο αυτές τις μέρες.

Συγκλονιστική αφήγηση και προπάντων πειστική. Αρνούνται τα θύματα, ξεπλένουν τους θύτες. Έχει σημασία γι’ αυτούς, όχι το ότι δολοφονήθηκαν, αλλά το πού δολοφονήθηκαν. Λες και αυτός ο ισχυρισμός, αν μπορούσε να αποδειχτεί, αν εξαφανίζονταν δια μαγείας μαρτυρίες, φωτογραφίες και ντοκουμέντα, θα έκανε ουσιαστική διαφορά.

Λες και όσοι πέθαναν έξω από το Πολυτεχνείο ήταν περαστικοί που τρελάθηκαν ξαφνικά την ίδια μέρα και τράβηξαν στιλέτα και πιστόλια για ξεκαθάρισμα λογαριασμών, προσωπικών διαφορών, για την τιμή της αδερφής τους και για ξεχασμένες βεντέτες…

Όσο κι αν επιχειρούν να θολώσουν τα νερά, μια αλήθεια τους διαφεύγει: νεκροί υπήρξαν, γιατί το καθεστώς ήθελε να υπάρξουν. Κι αυτό που επιθυμούσαν περισσότερο ήταν να γίνει αντιληπτό από το λαό ότι εκεί έξω πεθαίνει κόσμος. Όσο πιο πολλοί τόσο το καλύτερο. Να πνίξουν τις αντιδράσεις. Καταστολή και τρόμος τα όπλα τους. Ήθελαν θύματα.. Και πυροβολούσαν αδιακρίτως κι όχι εν αμύνη ευρισκόμενοι. Σφαίρες αδέσποτες σφύριζαν στον αέρα.

Διαφορετικά, κύριοι αρνητές, είστε υποχρεωμένοι να δεχτείτε ότι στρατιώτης ακροβολισμένος στο λόφο του Αγίου Θεράποντος, όπλισε, σημάδεψε και πυροβόλησε σκόπιμα και έν ψυχρώ ένα πεντάχρονο παιδί.

Δημήτρης Θεοδώρας του Θεοφάνους, 5 ετών, κάτοικος Ανακρέοντος 2, Ζωγράφου.

Στις 13.00, της 17.11.1973, ενώ διέσχιζε με τη μητέρα του τη διασταύρωση της οδού Ορεινής Ταξιαρχίας με τη λεωφόρο Παπάγου στου Ζωγράφου, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά στρατιωτικής περιπόλου με επικεφαλής αξιωματικό (πιθανόν ο ίλαρχος Σπυρίδων Σταθάκης του Κ.Ε.Τ/Θ), που βρισκόταν ακροβολισμένη στο λόφο του Αγίου Θεράποντος. Το παιδί εξέπνευσε ακαριαία και όταν μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο των Παίδων, απλώς διαπιστώθηκε ο θάνατος του.

Δεν μπούκαρε, φαντάζομαι, σε κανένα Υπουργείο ο Δημητράκης, δεν απείλησε την σωματική ακεραιότητα στρατιωτών, δεν είχε διαφορές με κανέναν, δεν τον χτύπησε αυτοκίνητο και σίγουρα δεν έχωσε στραγάλια στα ρουθούνια του όπως συνηθίζουν τα παιδάκια της ηλικίας του.

Όσο κι αν αρνούνται κάποιοι τους νεκρούς, όσους εξωφρενικούς και γελοίους ισχυρισμούς κι αν διατυπώσουν, τίποτα δεν σβήνει το γεγονός ότι ο Δημήτρης Θεοδώρας έφυγε από χέρι Έλληνα, στα 5 του χρόνια ενώ κρατούσε σφιχτά το χέρι της μάνας του, μέρα μεσημέρι στην καρδιά της Αθήνας…

Απ’ όλα τα συγκλονιστικά στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, απ’ όλη την φρίκη της επίθεσης σε άοπλους φοιτητές και αλληλέγγυους, που διεκδικούσαν τα αυτονόητα, απ’ όλα τα ονόματα στη λίστα των ακριβών μας νεκρών που κάποιοι έχουν το θράσος να αρνούνται, το όνομαΔημήτρης Θεοδώρας ετών 5, βρίσκεται πάντοτε εκεί, τελευταίο στη λίστα και θα μας τρυπάει κάθε φορά σαν αγκάθι τα σωθικά…

Mικρέ μου Δημήτρη,

σήμερα θα ήσουν ολόκληρος άντρας, μα έμεινες για πάντα 5 χρονών, γιατί έτσι το θέλησαν άνθρωποι παράφρονες εκείνη την μέρα του μίσους. Δεν ξέρω, δεν μπορώ να φανταστώ τι πρόλαβε να περάσει από το παιδικό σου μυαλουδάκι εκείνη τη μαύρη στιγμή που δέχτηκες τη σφαίρα. Το μυαλό μου αρνείται να συλλάβει τον τρόμο στο πρόσωπο της μάνας σου όταν έσκυψε από πάνω σου. Δεν ξέρω αν πόνεσες, δεν ξέρω αν κατάλαβες. Ξέρω ότι όλα τα δάκρυα του κόσμου να μαζέψω, δεν φτάνουν να ξεπλύνουν την ντροπή μας. Θέλω να ξέρεις, Δημήτρη μου, πως όση στάχτη κι όση βρωμιά κι αν επιχειρήσουν να ρίξουν πάνω στις σελίδες της ιστορίας αυτού του τόπου, αιώνα τον αιώνα, γενιά τη γενιά, μέχρι να σβήσει αυτός ο πλανήτης, πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι να κρατάνε τη μνήμη σου ζωντανή. Αυτό, αγόρι μου, μπορώ να στο ορκιστώ.

Πηγή: nostimonimar.gr

   

Άφησε ένα σχόλιο

*